χόρτος

χόρτος
ὁ, ΜΑ
αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ
β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα, περιβόλι όπου βόσκουν ζώα
2. (ειδικά) το μέρος τής αυλής αγροτικής κατοικίας στο οποίο φυλάσσονται τα βόδια («αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον», Ομ. Ιλ.)
3. βοσκότοπος, λιβάδι
4. (στην ποίηση) κάθε είδους τροφή («Μοῡσαι... χόρτον ἐμῇ συνεχῶς δότε γαστέρι», Ανθ. Παλ.)
5. φρ. α) «χόρτος οὐρανοῡ» — το στερέωμα τού ουρανού (Ησίοδ.)
β) «χόρτοι λέοντος»
μυθ. το περιβαλλόμενο από δάση μέρος όπου ζούσε ο λέων τής Νεμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χόρτος (< *ĝhor-to-s) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ĝher- «πιάνω, κρατώ, περιβάλλω», με επίθημα -τος (πρβλ. φέρω: φόρ-τος), και συνδέεται με τα: λατ. hortus «κήπος», οσκικό hurz «άλσος» (πρβλ. αιτ. hurtum), αρχ. ιρλδ. gort, αρχ. γαλλ. gort «φράκτης» (< *gor-to-), καθώς και με το χεττιτ. gurtaš «ακρόπολις», παρά τον διαφορετικό φωνηεντισμό του. Εξάλλου, σε μια παρλλ. μορφή τής ρίζας με επίθημα *-dho-, ανάγονται και άλλοι συγγενείς τ.: ρωσ. gorod «πόλη», αρχ. ινδ. grha- «σπίτι», γοτθ. gards «σπίτι, αυλή» (πρβλ. και τα νεώτ. με σημ. «κήπος» γαλλ. jardin, ισπ. jardin, γερμ. Garten, αγγλ. garden και yard «αυλή»). Προβληματική, ωστόσο, φαίνεται η σύνδεση τής λ. με τους τ. λιθουαν. žardas «στεγνωτήριο», žardis «περιφραγμένος βοσκότοπος», ρωσ. zorod «μύλος», οι οποίοι εμφανίζουν δυσερμήνευτο ουρανικό αρκτικό -χ- αντί για υπερωικό που έχουν οι υπόλοιποι τ. τής ίδιας οικογένειας, αφού και το ουρανικό h- τού αρχ. ινδ. harati «φέρω» ερμηνεύεται πιθ. ως αναλογικός σχηματισμός. Ανεπιβεβαίωτη, τέλος, παραμένει η σύνδεση τών τοπωνυμίων Γόρδιον, Γόρτυς με την οικογένεια τού χόρτος. Σημασιολογικά, η λ. χόρτος, με αρχική σημ. «λιβάδι, περιβόλι, βοσκότοπος» και κυρίως «άχυρο, χορτάρι», χρησιμοποιήθηκε, από την ελληνιστική εποχή και έπειτα, μεταφορικά για να δηλώσει την τροφή τών ζώων και, στη συνέχεια, και τών ανθρώπων. Χαρακτηριστικότερη είναι η σημασιολογική εξέλιξη τού ρ. χορτάζω «τρέφω, ταΐζω», με μειωτική σημ. «παραγεμίζω, μπουκώνω» και, τέλος, «τρέφω (ανθρώπους)», από όπου και η σημ. τού νεοελλ. χορταίνω.
ΠΑΡ. χορτάρι(ον), χόρτινος, χορτώδης
αρχ.
χορτάζω, χορταίος, χορτικός, χορτίον
νεοελλ.
χορταίνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χορτοβολών(ας), χορτοκόπος, χορτολόγος, χορτομανώ, χορτονομή, χορτοπώλης, χορτοφάγος
αρχ.
χορτηγός, χορτοθήκη, χορτοσπορώ, χορτοτόμος, χορτοφυλαξ
αρχ.-μσν.
χορτοπράτης, χορτόστρωμα, χορτοφόρος, χορτοχώριον
μσν.
χορταγωγία, χορτογενής
νεοελλ.
χορταποθήκη, χορτοβριθής, χορτοθεριστικός, χορτοκαλυβα, χορτόπιτα, χορτόπλεκτος, χορτόσουπα, χορτόφυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χόρτος — enclosed place masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόρτοι — χόρτος enclosed place masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόρτοιο — χόρτος enclosed place masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόρτοις — χόρτος enclosed place masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόρτοισι — χόρτος enclosed place masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόρτον — χόρτος enclosed place masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόρτου — χόρτος enclosed place masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόρτους — χόρτος enclosed place masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόρτων — χόρτος enclosed place masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόρτῳ — χόρτος enclosed place masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”